ξεραΐλα

ξεραΐλα
η
1) засуха, сушь; 2) сухость; 3) перен. застой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξεραΐλα" в других словарях:

  • ξεραΐλα — η 1. ανομβρία, ξηρασία 2. ξηρότητα 3. αφορία, έλλειψη βλάστησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξέρα + κατάλ. ίλα (πρβλ. κοκκιν ίλα)] …   Dictionary of Greek

  • ξεραΐλα — η η ξηρασία, η ξέρα, η ανομβρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ …   Dictionary of Greek

  • ξέρα — και ξέρη, η 1. βράχος στη θάλασσα που μόλις καλύπτεται και ο οποίος γίνεται δύσκολα ορατός, ύφαλος, σκόπελος 2. ξηρασία, ανομβρία, ξεραΐλα, έλλειψη βροχής 3. ξερός τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ξερά / ξερή τού επιθ. ξερός, ή, ό …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

  • ξηρότητα — η (Α ξηρότης) [ξηρός] 1. η κατάσταση ή η ιδιότητα τού ξηρού, έλλειψη υγρασίας, ξεραΐλα 2. ατμοσφαιρική ξηρασία, ανομβρία 3. (για ύφος) έλλειψη γλαφυρότητας αρχ. 1. το να γίνεται κάτι ξηρό, στεγνό, η αποξήρανση 2. (για χαρακτήρα) αυστηρότητα,… …   Dictionary of Greek

  • ξέρα — η 1. στεριά μέσα στη θάλασσα, σκόπελος, ύφαλος: Χτύπησε το καράβι στην ξέρα. 2. ξηρασία, ανομβρία, ξεραΐλα: Η φετινή ξέρα μάς κατάστρεψε την παραγωγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξερασία — η ανομβρία, ξηρασία, ξεραΐλα, ξέρα: Μεγάλη ξερασία φέτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξηρότητα — η η κατάσταση του ξερού, ξερασία, ξεραΐλα: Ξηρότητα του εδάφους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»